σανιδόσκαλα

σανιδόσκαλα
η
πρόχειρη σκάλα που χρησιμοποιείται για την επιβίβαση των επιβατών στο πλοίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σανιδόσκαλα — η, Ν ναυτ. α) πρόχειρη κινητή σκάλα πλοίου η οποία χρησιμοποιείται για την επιβίβαση και αποβίβαση τών επιβατών όταν το πλοίο πλευρίζει στην αποβάθρα β) σανίδα επικοινωνίας μικρού σκάφους με την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + σκάλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”